- αντίστοιχος
- -η, -ο (Α ἀντίστοιχος, -ον)νεοελλ.αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίαςαρχ.1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον2. ίσος, όμοιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + -στοιχος < στοίχος «γραμμή, σειρά, ευθύγραμμη διάταξη» (πρβλ. περίστοιχος, σύστοιχος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.